Βενζοδιαζεπίνες
Τα φάρμακα της ομάδας αυτής είναι τα συχνότερα στη θεραπεία του άγχους. Έχουν επίσης ηρεμιστικές, υπνωτικές, αντιεπιληπτικές, και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες. Σε χαμηλότερες δόσεις έχουν αγχολυτική δράση, ενώ σε υψηλότερες, κατασταλτικές-υπνωτικές δράσεις. Οι βενζοδιαζεπίνες δρουν στο GABA νευρομεταβιβαστικό σύστημα. Η χρήση των φαρμάκων αυτών περιορίζεται για μικρό χρονικό διάστημα λόγω της εξάρτησης και της ανοχής. Με τις βενζοδιαζεπίνες ενδέχεται να επέλθει εξάρτηση, κυρίως μετά από μακροχρόνια χρήση εκείνων που είναι υψηλής ισχύος και βραχείας δράσης, όπως η αλπραζολάμη (Xanax) και η λοραζεπάμη (Tavor). Η εξάρτηση εμφανίζεται με σωματικά συμπτώματα απόσυρσης μετά τη διακοπή, δεν είναι η ίδια με τον εθισμό που συνίσταται σε συναισθηματική κυρίως εξάρτηση από την ουσία. Οι βενζοδιαζεπίνες παρουσιάζουν επίσης διασταυρούμενη ανοχή με το αλκοόλ. Φτάνουν τα υψηλότερα επίπεδα πλάσματος σε 1-3 ώρες, αλλά το εύρος μπορεί να ποικίλει περισσότερο. Η ταχύτητα έναρξης της δράσης του φαρμάκου επηρεάζει επίσης την εμπειρία του ασθενή. Μερικοί περιγράφουν την ταχεία έναρξη δράσης σαν πολύ ευχάριστη και νιώθουν ότι η αγωγή είναι θεραπευτική επειδή αισθάνονται τη δράση της γρήγορα. Άλλοι ασθενείς βιώνουν την ταχεία έναρξη δράσης σαν αρνητική, επειδή δυσφορούν στην καταστολή που παράγεται. Πέρα από τη διαφορετική ισχύ, όλες οι βενζοδιαζεπίνες έχουν τα ίδια μέγιστα αποτελέσματα . Η διάρκεια του αποτελέσματος εξαρτάται από την κατανομή και το χρόνο ημισείας ζωής κάθε φαρμάκου. Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη ότι αντιδραστικό (rebound) άγχος και τα προβλήματα από απόσυρση μπορεί πιο συχνά να συμβούν με βενζοδιαζεπίνες που έχουν μικρό χρόνο ημιζωής. Εκτός από τη λοραζεπάμη (Tavor) που μεταβολίζονται από τα νεφρά, οι άλλες βενζοδιαζεπίνες μεταβολίζονται από το ήπαρ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για ασθενείς που πάσχουν από νεφρική ή ηπατική νόσο.
Η υπερβολική δόση μόνο με βενζοδιαζεπίνες δεν είναι συνήθως θανατηφόρα. . Η υπερδοσολογία με βενζοδιαζεπίνες μπορεί να αντιμετωπιστεί ιατρικά με τον ανταγωνιστή του υποδοχέα βενζοδιαζεπίνης φλουμαζενίλη (Romazicon). Οι παρενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, εμετό, ζάλη, ανησυχία, κεφαλαλγία, και διαταραχές όρασης.
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκων: Τα αντιόξινα μειώνουν την απορρόφηση των βενζοδιαζεπινών. Επειδή στους περισσότερους ασθενείς αναπτύσσεται εξάρτηση μετά από μακροχρόνια θεραπεία με βενζοδιαζεπίνες και πιθανότατα να εμφανιστούν σημεία απόσυρσης κατά τη φάση διακοπής, η αγωγή θα πρέπει να μειωθεί αργά, περίπου κατά 15% κάθε εβδομάδα. Το σύνδρομο απόσυρσης από βενζοδιαζεπίνες περιλαμβάνει άγχος, ανησυχία, εφίδρωση, νευρικότητα, οξυθυμία, κόπωση, φωτοφοβία, τρόμο, αϋπνία, και αδυναμία. Επιληπτοειδείς κρίσεις μπορεί να συμβούν εάν γίνει απότομη διακοπή υψηλών δόσεων.
Βουσπιρόνη
Η βουσπιρόνη (Bespar) δρα στο σεροτονεργικό σύστημα σαν σεροτονεργικός αγωνιστής. Η βουσπιρόνη έχει γίνει αποδεκτή για την αντιμετώπιση της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, αλλά χρησιμοποιείται επίσης συχνά σαν ενισχυτικός παράγοντας άλλων αγωγών, όπως των SSRIs. Η βουσπιρόνη είναι διαθέσιμη σε tabl 5,10, 15, 30 mg. Το κυριότερο μειονέκτημά της είναι η αργή έναρξη της αγχολυτικής δράσης, συνήθως 1 έως 2 εβδομάδες. Το μέγιστο αποτέλεσμα συντελείται σε 4 έως 6 ώρες.Η βουσπιρόνη θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας και του τριγμού των δοντιών κατά τη νύχτα (βρουξισμός), που προέρχονται από λήψη SSRIs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.