Η βουσπιρόνη (Bespar) δρα θεωρητικά στο σεροτονεργικό σύστημα σαν σεροτονεργικός αγωνιστής, μειώνοντας το σεροτονικό turnover. Η δράση της δε διασταυρώνεται με τις βενζοδιαζεπίνες. Η βουσπιρόνη έχει προσπαθήσει να γίνει αποδεκτή για την αντιμετώπιση της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, αλλά χρησιμοποιείται επίσης συχνά σαν ενισχυτικός παράγοντας άλλων αγωγών, όπως των SSRIs ( με αμφίβολα συνήθως αποτελέσματα). Η βουσπιρόνη είναι διαθέσιμη σε tabl 5,10, 15, 30 mg. Το κυριότερο μειονέκτημά της είναι η αργή έναρξη της αγχολυτικής δράσης, συνήθως 1 έως 2 εβδομάδες και η περιορισμένη δραστικότητα της. Το μέγιστο αποτέλεσμα συντελείται σε 4 έως 6 εβδομάδες. Μεταβολίζεται ηπατικά, και ο χρόνος ημιζωής είναι 2 έως 12 ώρες. Η αρχική δόση είναι 5 mg τρεις φορές την ημέρα. Στην πορεία λαμβάνεται σε δόσεις 10 mg τρεις φορές την ημέρα οι οποίες θα μπορούσαν να αυξηθούν μέχρι 20 mg τρεις φορές την ημέρα. Παρενέργειες περιλαμβάνουν ανησυχία , κεφαλαλγία, γαστρεντερική δυσφορία, και ζάλη. Τα πλεονεκτήματά της είναι η έλλειψη καταστολής και η μικρή πιθανότητα για κατάχρηση ή συμπτώματα απόσυρσης, σε σχέση με τις βενζοδιαζεπίνες. Η βουσπιρόνη θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας και του τριγμού των δοντιών κατά τη νύχτα (βρουξισμός), που προέρχονται από λήψη SSRIs.
Η χρήση της σήμερα από ψυχιάτρους είναι περιορισμένη εξαιτίας της αναποτελεσματικής της δράσης.